ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΤΟΥ 18ου ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΤΟΥ 18ου ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2012

Αρχές Γλωσσολογίας

                                                                                               
Όλοι οι γλωσσολόγοι έχουν συμφωνήσει ότι η γλώσσα είναι φορέας πολιτισμού. Χωρίς αυτή, δεν νοείται κοινωνική εξέλιξη, δεν νοείται πολιτιστική ανάπτυξη.
Με τη γλώσσα εξωτερικεύουμε τον εσωτερικό μας κόσμο, γεγονός βέβαια που μας βοηθάει να επικοινωνήσουμε με τον συνάνθρωπό μας, αλλά και να γνωρίσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό.

Η γλώσσα μεταφέρει σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα από έναν άνθρωπο στον άλλο, από τη μια γενιά στην άλλη, με αποτέλεσμα να διαιωνίζονται οι γνώσεις και το παρελθόν να επιζεί στο παρόν, μέσω της γλώσσας.


Έρευνες μας αποκαλύπτουν ότι οι γλώσσες που ομιλούνται σήμερα, πάνω στον πλανήτη, υπολογίζονται γύρω στις 5.000 (χωρίς να συμπεριλάβουμε τις διαλέκτους). Αυτονόητο είναι ότι οι περισσότερες γλώσσες είναι αμοιβαίως ακατανόητες. Και είναι λογικό αυτό, μιας και οι περισσότερες από αυτές δεν έχουν κάποια κοινή προέλευση, κάποιο κοινό πρόγονο, ώστε να υπάρχει κάποια συγγένεια μεταξύ τους.

Παρά ταύτα, σε αυτή την εργασία, θα επισημάνουμε κάποιες ομοιότητες, οι οποίες παρατηρούνται σ' όλες τις σημερινές γνωστές γλώσσες και σε όλες τις εποχές. Οι ομοιότητες αυτές λέγονται κοινά χαρακτηριστικά των γλωσσών.

 Κεφ.1  Τι είναι "γλώσσα" - Ορισμοί που έχουν διατυπωθεί

Η επιστήμη της γλωσσολογίας, ίσως δεν μπορέσει ποτέ να βρει έναν πλήρη και ολοκληρωμένο ορισμό, στο ερώτημα τι είναι η γλώσσα. Κι αυτό γιατί και η ίδια η φύση της επιστήμης είναι περίπλοκη, αλλά και γιατί με την γλωσσολογία συνδέονται πολλές άλλες επιστήμες (π.χ. ψυχολογία, ιστορία κ.ά.)
Υπάρχει μια αντικειμενική δυσκολία λοιπόν στην διατύπωση ενός γενικά αποδεκτού ορισμού, όσον αφορά τη γλώσσα.

Ένας σχετικά πλήρης και σαφώς οριοθετημένος ορισμός είναι αυτός της Bussman, η οποία ερμηνεύει την έννοια της γλώσσας ως ένα φωνητικό-ακουστικό σύστημα συμβατικών σημείων για την διατύπωση και συναλλαγή απόψεων, γνώσεων και πληροφοριών, καθώς και την μετάδοσή τους από γενιά σε γενιά, το οποίο βασίζεται σε νοητικές διαδικασίες και καθορίζεται από το εκάστοτε κοινωνικό σύστημα.(1)

Πολλοί γλωσσολόγοι επιχείρησαν να δώσουν την δική τους ερμηνεία στην πολύπλοκη έννοια της γλώσσας.

Ο Brown πιστεύει ότι η γλώσσα διακρίνεται από τρεις ιδιότητες:

α) Σημασιολογικό μέρος. Όλες οι λέξεις πρέπει να σημαίνουν τα ίδια πράγματα για όλους όσους μιλούν μια συγκεκριμένη γλώσσα. Η λέξη "τραπέζι" για παράδειγμα, πρέπει να έχει την ίδια έννοια και στην Ήπειρο και στο Ιόνιο.

β) Η μετάθεση. Η γλώσσα ενός λαού, πρέπει να καθιστά δυνατή την επικοινωνία για το παρελθόν το παρόν και το μέλλον. Το σύστημα δηλαδή, των πληροφοριών της πρέπει να έχει ισχύ και για τις τρείς αυτές χρονικές περιόδους.

γ) Η παραγωγικότητα. Σε κάθε γλώσσα με τον συνδιασμό ενός περιορισμένου αριθμού ήχων και σημάτων, μπορούν να δημιουργηθούν απεριόριστα μηνύματα.(2)

Ο Martinet χαρακτήρισε την γλώσσα ως ένα όργανο, το οποίο διαθέτει διπλή άρθρωση και έχει χαρακτήρα πρωταρχικά φωνητικό. Η πρώτη άρθρωση συνίσταται στα ελάχιστα σημεία της γλώσσας, τα μονήματα. Τα μονήματα συνάπτουν το νόημα που θέλουμε να δώσουμε. Όταν συνάψουμε διαδοχικά τα μονήματα, δημιουργούνται τα φωνήματα, τα οποία θεωρούνται η δεύτερη άρθρωση.(3)

Ο Saussure, όρισε τη γλώσα ως σύστημα σημείων που εκφράζουν ιδέες. Συγκεκριμένα ο ίδιος κάνει μια τριμερή διάκριση στη γλώσσα, με τις έννοιες: langage - langue - parole.

To langage είναι ο ανθρώπινος λόγος, δηλ. δεν είναι η γλώσσα, ούτε απλώς λόγος, ούτε ομιλία. Είναι η γενική ικανότητα του ανθρώπου να συνομιλεί με τον συνάνθρωπό του.

To langue  είναι το αφηρημένο σύστημα σημείων και κανόνων που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος.

To parole είναι η πραγμάτωση του langue, δηλαδή η πρακτική εφαρμογή του, η ομιλία.(4)

Ο Sopix όρισε τη γλώσσα ως καθαρά ανθρώπινη και μη ενστικτώδη μέθοδο για την μετάδοση ιδεών και μηνυμάτων μέσω ενός συστήματος που το παράγουμε εκούσια.(5)

Τελειώνοντας τις αναφορές στις βασικές θεωρίες των γλωσσολόγων είναι σκόπιμο ν' αναφερθούν κάποιες βασικές προϋποθέσεις προκειμένου να πετύχουμε την σωστή επικοινωνία με τους άλλους και την βαθιά κατάνοηση της γλώσσας. Κι αυτές είναι:

α. Γνώση γραφημάτων   (δηλ. των γραμμάτων)
β. Φωνολογική γνώση   ( οι ήχοι συνδυάζονται)
γ. Μορφολογική γνώση ( Οι ήχοι συνδυάζονται σε μεγαλύτερες ενότητες)
δ. Λεξιλογική γνώση.     (Τι σημαίνουν οι λέξεις)
ε. Συντακτική γνώση      (Γραμματική δομή)
στ. Σημασιολογία           (Κατανόηση των νοημάτων)(6)
Κεφ. 2   Γραπτός και προφορικός λόγος

Πολλοί είναι οι γλωσσολόγοι που διαφωνούν για το αν ο γραπτός λόγος υπερέχει του προφορικού ή το αντίστροφο.
Οι γλωσσολόγοι οι οποίοι υποστηρίζουν την υπεροχή του γραπτού έναντι του προφορικού λόγου, βασίζονται στο εξής επιχείρημα: Μελετώντας τα γραπτά κείμενα των αρχαίων κλασσικών συγγραφέων, τα οποία ήταν υψηλής λογοτεχνικής και φιλοσοφικής αξίας, ισχυρίσθηκαν ότι ο γραπτός λόγος είναι πιο σωστή και αντιπροσωπευτική μορφή λόγου, σε σχέση με τον προφορικό, ο οποίος θεωρήθηκε λανθασμένος, κατώτερος, ανάξιος μελέτης και μικρότερης προσοχής και αξίας.

Σε αντίθεση προς τους γλωσσολόγους που υποστηρίζουν την υπεροχή του γραπτού λόγου, ο Saussure ισχυρίζεται ότι η φυσική έκφραση της γλώσσας είναι ο προφορικός λόγος και συνεπώς και η πιο πρωταρχική.

Τα επιχειρήματα που τεκμηριώνουν την παραπάνω άποψη είναι τα εξής:

α. Ο προφορικός λόγος, προϋπήρχε του γραπτού· έρευνες μάς έχουν δείξει ότι η ανακάλυψη της γραφής έγινε πριν 6.000 περίπου χρόνια. Ως τότε οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τον προφορικό λόγο στις επικοινωνίες τους.

β. Ακόμη και σήμερα, υπάρχουν -ελάχιστες- πρωτόγονες φυλές, οι οποίες δεν γνωρίζουν γραφή και χρησιμοποιούν μόνο τον προφορικό λόγο. Αυτό σημαίνει ότι ο προφορικός λόγος είναι ευρύτερα διαδεδομένος σε σχέση με τον γραπτό.

γ. Ο άνθρωπος κατακτά φυσικά και αβίαστα μέσω του κοινωνικού περιβάλλοντος που μεγαλώνει πρώτα τον προφορικό, και μετά, σε ηλικία 5-6 ετών τον γραπτό λόγο.

Τα παιδιά αρχίζουν να μιλάνε από την ηλικία των 2 ετών περίπου, χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος τρόπος μεθοδολογίας. Κάτι που δεν συμβαίνει και με την γραφή, για την οποία πρέπει να υποβληθεί σε ειδική εξάσκηση και διδασκαλία.

δ. Αν εξετάσουμε τον γραπτό λόγο των περισσοτέρων λαών, θα δούμε ότι το αλφάβητό τους αποτελείται από στοιχεία, που το καθένα αντιστοιχεί με ένα φθόγγο.

Η έλλειψη απόλυτης αντιστοιχίας μεταξύ γραμμάτων και φθόγγων, δεν ανατρέπει το προηγούμενο. Η έννοια της συλλαβής, στο συλλαβικό σύστημα γραφής των Γιαπωνέζων π.χ., βασίζεται στην έννοια της συλλαβής όπως ορίζεται φωνολογικά, μέσα δηλαδή από τον προφορικό λόγο. Κάθε φθόγγος ή συλλαβή, διαβάζεται προφορικά. Μόνο στο σύστημα γραφής των Κινέζων, ή τα ιερογλυφικά, κάθε σύμβολο που βλέπουμε αντιστοιχεί με την έννοια μιας λέξης.

Βασιζόμενοι λοιπόν σ' αυτά τα τέσσερα επιχειρήματα, ανακαλύπτουμε την υπεροχή και την αυθεντικότητα του προφορικού λόγου.(7)

  Κεφ. 3 Η γλώσσα των ζώων

Η βιολογική βάση της γλώσσας
Αν θεωρήσουμε ότι η γλώσσα είναι απλώς ένα σύστημα επικοινωνίας, τότε πρέπει να δεχθούμε ότι έχουν "γλώσσα" και πολλά είδη του ζωικού βασιλείου, τα οποία εκπέμπουν μηνύματα και επικοινωνούν με διάφορους τρόπους. Τα δελφίνια, για παράδειγμα, παράγουν σφυρίγματα τα οποία υποδηλώνουν προειδοποίηση ή φόβο. Ή το τέλειο σύστημα επικοινωνίας των μελισσών.

Ας μην ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος δεν επικοινωνεί πάντα με τον έναρθρο λόγο. Πολύ γνωστή είναι επί παραδείγματι η "γλώσσα του σώματος", ή μπορούμε να πούμε ότι "τα μάτια μιλάνε".

Έτσι, τίθεται το ερώτημα, αν η γλώσσα δεν είναι μόνο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσεως, αλλά επεκτείνεται και στο ζωικό βασίλειο.

Υπάρχουν δυο διαφορετικές απόψεις πάνω σ' αυτό το ερώτημα, από τους γλωσσολόγους. Η πρώτη υποστηρίζει ότι η διαφορά είναι ποσοτική, δηλαδή το μυαλό του ανθρώπου είναι πιο πολύπλοκο και σύνθετο και έτσι εξηγείται η επικοινωνιακή διαφορά. Το θέμα γι' αυτούς είναι ποσοτικό.

Για να θεμελιώσουν την άποψή τους αυτή, οι ψυχολόγοι έκαναν πειράματα σε πιθήκους. Έτσι, μαθαίνοντάς τους την γλώσσα των κωφαλάλων ή δίνοντάς τους κάποια πλαστικά αντικείμενα, στα οποία αντιστοιχούσαν ξεχωριστές λέξεις, θέλησαν να διαπιστώσουν αν οι πίθηκοι είχαν την δυνατότητα να επικοινωνήσουν γλωσσικά.

Οι Allen και Beatrice Garden είχαν μάθει στην θηλυκιά Washoe την γλώσσα των κωφαλάλων.

Σε 4 χρόνια η χιμπατζίνα είχε μάθει ν' αναγνωρίζει 132 διαφορετικές χειρονομίες, να γενικεύει τη χρήση των συμβόλων και ανακάλυψε κάποιες σύνθετες λέξεις συνδυάζοντας απλές.

Κι άλλοι ψυχολόγοι προσπάθησαν να αποδείξουν ότι οι πίθηκοι είναι σε θέση να επικοινωνούν γλωσσικά, αλλά όλα τα πειράματα κατέληγαν στο ίδιο αποτέλεσμα: Οι χιμπατζήδες χρησιμοποιούν σύμβολα με γενικευμένη μόνο αναφορά. Δεν μπορούν να συνδυάσουν τα σύμβολα αυτά και να σχηματίσουν μια ολοκληρωμένη πρόταση, γιατί ο σχηματισμός που κάνουν δεν έχει γραμματική δομή και δεν μπορούν να δημιουργήσουν νέες αυτοσχέδιες προτάσεις.(8)

Η άλλη άποψη, είναι αυτή που υποστηρίζει ότι η γλώσσα είναι ένα αποκλειστικά ανθρώπινο χαρακτηριστικό, αποκλειστικά ανθρώπινη ιδιότητα. Κι αυτή ακριβώς η ιδιότητα μας κάνει να διαφέρουμε από τα ζώα.

Η θέση αυτή, με επικεφαλής τον Noam Chomsky θεμελιώνεται με τα εξής επιχειρήματα:

α) Η ανθρώπινη γλώσσα περιλαμβάνει ένα απέραντο λεξιλόγιο, με λεξεις σύνθετες και αφηρημένες έννοιες, ενώ αντίθετα τα συστήματα των ζώων αφορούν βασικές και συγκεκριμένες έννοιες, όπως πείνα, θυμό, φόβο, σεξουαλική επιθυμία κ.ά.

β) Η ανθρώπινη γλώσσα περιέχει εκφράσεις που δηλώνουν κάτι για το παρόν, παρελθόν και μέλλον, πράγματα που μπορεί να είναι και φανταστικά. Αντιθέτως τα ζώα μπορούν μόνο να περιγράψουν ένα επικείμενο κίνδυνο, όταν το περιβάλλον που βρίσκονται τους το επιβάλλει.

Δεν μπορούν δηλαδή, με τη χρήση συμβόλων να περιγράψουν μια συγκεκριμένη στιγμή που φοβήθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα. Η κραυγή των ζώων είναι απλά μια αντανακλαστική απόκριση σ' έναν ερεθισμό που πηγάζει από το περιβάλλον.

γ) Η ανθρώπινη γλώσα λειτουργεί σύμφωνα με ορισμένους γραμματικούς κανόνες κι έτσι δίνει την ευκαιρία στον ομιλητή να δημιουργήσει άπειρα μηνύματα, αλλά και να συλλάβει άλλα τόσα. Στα ζώα αντίθετα τα μηνύματα που δίνονται αφορούν ένα και μόνο πράγμα, που π.χ. θα βρουν τροφή ή ότι πλησιάζει κάποιος κίνδυνος. Δεν υπάρχει ποικιλία στα νοήματα και δημιουργικότητα, όπως συμβαίνει στην λεκτική επικοινωνία των ανθρώπων.

Σε παρόμοια συμπεράσματα οδήγησαν τα πειράματα των πολεμίων της άποψης ότι η γλώσσα είναι ανθρώπινο χαρακτηριστικό(9)

Κεφ. 4  Τεχνητή Νοημοσύνη

Λέγοντας "τεχνητή νοημοσύνη" εννοούμε την μελέτη της νοημοσύνης και συγκεκριμένα της ευφυούς συμπεριφοράς, αλλά και τη δημιουργία μιας μηχανής, η οποία να αναπαράγει τις ανθρώπινες νοητικές δραστηριότητες για επίλυση προβλημάτων και για την διεκπεραίωση άλλων γνωστικών λειτουργιών.
Θα μπορούσε, δηλαδή, να χαρακτηριστεί ως ο κλάδος της Γνωστικής Ψυχολογίας για τις σκεπτόμενες μηχανές.

Στην δεκαετία του 1950 οι εργασίες των Newell - Simon και Shaw, υπήρξαν καθοριστικές για την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, για την δημιουργία δηλ. των ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Οι επιστήμονες αυτοί, επιδίωξαν πρώτον να μελετήσουν την νοημοσύνη, όχι σε επίπεδο φυσιολογίας, αλλά σε λειτουργικό επίπεδο και δεύτερον να αποδείξουν ότι  τα προγράμματα της τεχνητής νοημοσύνης θα πρέπει να επιτρέπουν εναλλακτικές μεθόδους για προσέγγιση και λύση ενός προβλήματος. Θέλησαν δηλαδή, να φτιάξουν τη σκεπτόμενη μηχανή με την έννοια της αναπαραγωγής της γνωστικής συμπεριφοράς.

Ο Simon υποστήριξε ότι η επεξεργασία που γίνεται από τον νου και από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή τροφοδοτείται από παρόμοια σύμβολα και στηρίζεται στην επεξεργασία των συμβόλων αυτών.

Δεν παύουν όμως να υπάρχουν και σημαντικές διαφορές ανάμεσα στον ανθρώπινο νου και τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, οι οποίες είναι:

1) Η ανθρώπινη γνωστική λειτουργία βασίζεται τόσο στο γνωστικό όσο και στο βιολογικό σύστημα, ενώ η τεχνητή νοημοσύνη βασίζεται στη λειτουργία μόνο του γνωστικού συστήματος.

2) Οι άνθρωποι έχουν συναίσθηση της γνωστικής λειτουργίας τους, στην επεξεργασία των πληροφοριών, ενώ οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές δεν έχουν.

Τελειώνοντας, σωστό είναι να προσθέσουμε ότι η τεχνητή νοημοσύνη, ακμάζει  ιδιαίτερα στην εποχή που ζούμε και βοηθάει τον άνθρωπο στην επίλυση σημαντικών και δύσκολων προβλημάτων. Αλλά δεν παύει ν' αποτελείται από μηχανές, οι οποίες κατασκευάστηκαν από τον άνθρωπο και δημιουργήθηκαν με τη βοήθεια του ανθρώπινου νου, κάτι που ενισχύει την υπεροχή μας πάνω σ' αυτές.(10)

Κεφ. 5  Κοινά Χαρακτηριστικά  των Γλωσσών



Η γλώσσα είναι ανθρώπινη
Η γλώσσα είναι ομιλία
Η γλώσσα ακούγεται το ίδιο καλά, όπως μιλιέται
Το μέσο της γλώσσας είναι ο ήχος
Η γλώσσα ιεραρχείται
Η γλώσσα αλλάζει
Η γλώσσα είναι συστηματική
Η γλώσσα είναι συμβολική
Η γλώσσα είναι κάθετη και οριζόντια
Οι γλώσσες είναι δομημένες παρόμοια
Κάθε γλώσσα είναι μοναδική
Στον πλανήτη μας μιλιούνται περίπου 5000 γλώσσες. Αυτονόητο λοιπόν είναι ν' αναρωτηθεί κανείς πώς μπορεί να υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα π.χ. στα Ρώσικα και στα Κινέζικα! Ωστόσο, όλες οι γλώσσες παρουσιάζουν κάποια χαρακτηριστικά, τα οποία είναι κοινά μεταξύ τους. Ας τα κοιτάξουμε αναλυτικότερα:

5.1.  Η γλώσσα είναι ανθρώπινη

Ο άνθρωπος, χρησιμοποιεί τον λόγο συνεχώς στις καθημερινές επαφές με τους συνανθώπους του. Αυτό το ιδιαίτερο σύστημα επικοινωνίας που αναπτύσσει ο άνθρωπος από την νηπιακή του ηλικία τον κάνει να διαφέρει από τα υπόλοιπα όντα.

 Κάποια ζώα, όπως ο παπαγάλος, μπορεί να σχηματίσει λέξεις, οι οποίες είναι ασυνείδητες και αποτέλεσμα εξάσκησης και εκμάθησης.

Επίσης, οι πίθηκοι μπορούν να σχηματίσουν υπεραπλουστευμένες προτάσεις με τη βοήθεια κάποιων συμβόλων - αντικειμένων ή και χειρονομιών.

Μόνο όμως ο άνθρωπος, για να επικοινωνήσει με τον άλλον, για να εκφράσει τα συναισθήματά του και να δηλώσει κάποιες αφηρημένες έννοιες, χρησιμοποιεί τον νοήμονα και συνειδητό λόγο, τον λόγο που έχει προέλθει μετά από επεξεργασία πληροφοριών κι ερεθισμάτων και περιλαμβάνει πολύ περισσότερα στοιχεία από κραυγές, ήχους ή γρυλίσματα που δηλώνουν φόβο,  θυμό ή κίνδυνο(11)

5.2.  Η γλώσσα είναι ομιλία

Όλες οι γλώσσες πριν εμφανιστεί η γραφή, ήταν προφορικές. Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμα και σήμερα υπάρχουν κάποιοι πρωτόγονοι λαοί, οι οποίοι δεν γνωρίζουν την γραφή. Τα παιδιά ξεκινούν να μιλούν πολύ πριν ξεκινήσουν να γράφουν, διαδικασία χρονοβόρα και η οποία σχετίζεται με την επίσημη διδασκαλία της γραφής, κάτι που δεν συμβαίνει με τον προφορικό λόγο.

Επίσης, όλοι μας χρησιμοποιούμε τον προφορικό λόγο, πολύ πιο συχνά από τον γραπτό.

Όλα αυτά όμως δεν σημαίνουν ότι ο γραπτός λόγος είναι μικρότερης αξίας και σημασίας από τον προφορικό, γιατί  στις γραπτές αποδείξεις βασίζονται οι ερευνητές που έχουν μελετήσει τους αρχαίους πολιτισμούς, μιας και η γραφή προστατεύει τις λέξεις.

Στον γραπτό όμως λόγο, υπάρχει ένα σοβαρό μειονέκτημα: Δημιουργείται πάντα ένα αξιοσημείωτο κενό χρόνου, από τη στιγμή που κάποιος πει κάτι, ως τη στιγμή που θα καταγραφεί. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, η συγκεκριμένη λέξη, πρόταση ή λόγος, να είναι πια άκαιρος ή αλλαγμένος. Δεν υπάρχει δηλαδή κάποια αμεσότητα.(12)

5.3.   Η γλώσσα ακούγεται το ίδιο καλά, όπως μιλιέται

Όταν κάποιος μιλάει, προσπαθεί και προσέχει να γίνεται κατανοητός, από τον συνομιλητή του και από τον εαυτό του, αν προσδοκεί την συνεργασία και δεν θέλει να επαναλαμβάνεται.

Από την άλλη και ο ακροατής πρέπει να "δουλέψει" και να επεξεργαστεί στιγμιαία στο μυαλό του το νόημα των λεγομένων και τις πληροφορίες που δέχεται.

Είναι λοιπόν κατανοητό ότι οι δύο αυτοί ρόλοι, του ομιλητή και του ακροατή, συνεργάζονται και είναι συνυπεύθυνοι για τις σωστές προσεγγίσεις πάνω στο θέμα που συζητούν και γενικότερα πάνω στη γλώσσα που χειρίζονται. Γιατί, ο μεν ομιλητής παίρνει κατ' ευθείαν μια πρόταση από την αποθήκη του μυαλού του και την εκφέρει -προσπαθώντας να την κάνει όσο πιο κατανοητή γίνεται- ο δε ακροατής πρέπει να την αποκωδικοποιήσει, να την επεξεργαστεί και να ερμηνεύσει τα μηνύματα και τις πληροφορίες που εμπεριέχονται στα λεγόμενα που ακούει.(13)

5.4.   Το μέσο της γλώσσας είναι ο ήχος.

Είναι βέβαιο, πως για την εκμάθηση μια οποιασδήποτε γλώσσας, πρέπει να μάθουμε να παράχουμε ήχους· δεν υπάρχει άλλο μέσο για την επικοινωνία, εκτός των ήχων.

Οι δονήσεις που μεταφέρει η ατμόσφαιρα αναλύονται σε μικρές μονάδες ήχου, οι οποίες σχηματίζουν τους φθόγγους, τις λέξεις, τις προτάσεις κ.τ.λ.

Όπως σε όλα τα όντα, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να πλησιάσεις κάποιον και να κάνεις αισθητή την παρουσία σου, είναι να διαταράξεις τον αέρα που περικλείει τον άλλον.

Στην επικοινωνία μας με τον συνάνθρωπό μας, δεν χρειάζεται να τον αγγίξουμε, να τον κοιτάξουμε, ή να τον μυρίσουμε, όταν μας στέλνει κάποιο λεκτικό σήμα. Μας αρκεί αυτό που θα ακούσουμε, ο ήχος δηλαδή, της φωνής του συνομιλητή μας.(14)

5.5.   Η γλώσσα ιεραρχείται

Όταν ακούμε κάποιον να μιλάει, πιστεύουμε ότι η γλώσσα είναι συνεχής και αδιάκοπη. Γεγονός όμως έιναι, ότι πριν ο ομιλητής φθάσει στο σημείο να κάνει λόγο τις σκέψεις του, γίνεται μια μεγάλη, εσωτερική προεργασία: ένωσε όλα τα τμήματα της γλώσσας που γνωρίζει, όλες τις μονάδες κι έτσι δημιούργησε τον λόγο που θα χρησιμοποιήσει.

Ας κοιτάξουμε αυτές τις μονάδες που συναποτελούν την ανθρώπινη γλώσσα:

 Στο κατώτερο επίπεδο βρίσκονται κομμάτια ήχου χωρίς σημασία, έχουμε δηλαδή τις απλές συλλαβές, ή το απλό μουρμούρισμα. Η συλλαβή θεωρείται η μικρότερη μονάδα, η οποία προφέρεται κανονικά από μόνη της.

Πάνω από το επίπεδο των χωρίς σημασία συλλαβών και ήχων, έχουμε τις λέξεις, τις μεμονωμένες λέξεις, οι οποίες είναι δημιουργήματα των συλλαβών.

Κατόπιν έχουμε την σύνθεση των λέξεων, δηλαδή την ολοκληρωμένη πρόταση.

Ανώτερες, τέλος, μονάδες, θεωρούνται οι ερωτήσεις, οι παράγραφοι, η ομιλία κ.τ.λ.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η γλώσσα αρχίζει από τις χωρίς νόημα συλλαβές και καταλήγει στο ανώτερο επίπεδό της, τον διάλογο, χαρακτηριστικό που διακρίνει την ανθρώπινη επικοινωνία.(15)

5.6.   Η γλώσσα αλλάζει

Οι γλώσσες δεν είναι κλειστά συστήματα τα οποία δεν επιδέχονται αλλαγές και επιδράσεις από τις κοινωνιολογικές μεταρρυθμίσεις, καθώς και από τον χώρο και τον χρόνο που μιλιούνται.

Η "ανοιχτότητα" των γλωσσών, τους επιτρέπει να προσαρμόζονται και να διαμορφώνονται ανάλογα με τις ανάγκες των ομιλητών και την γενική κατάσταση της κοινωνίας η οποία αλλάζει σταδιακά.

Κάθε γλώσσα, λοιπόν, εξελίσσεται μέσα στα πλαίσια μιας αδιάκοπης, αργής και όχι πάντα σταθερής διαδικασίας αλλαγής.

Οι αλλαγές αυτές συμβαίνουν σε χωρικό και σε χρονικό επίπεδο. Ας δούμε πρώτα τις χωρικές αλλαγές.

Πολλές εκδοχές της ίδιας γλώσσας, μιλιούνται σε διαφορετικές περιοχές μιας χώρας με διαφορετικό τρόπο.

Αυτές οι παραλλαγές της ίδιας γλώσσας ονομάζονται διάλεκτοι. Η διάλεκτος δεν είναι μια υποτιμημένη και κατώτερη μορφή της γλώσσας, αλλά απλά είναι μια διαφορετική εκδοχή της ίδιας γλώσσας. Σίγουρο λοιπόν, είναι ότι η ηπειρώτικη π.χ. διάλεκτος, δεν είναι λιγότερο σημαντική και αξιόλογη από την κρητική, μιας και οι δύο διάλεκτοι αναφέρονται στην ελληνική γλώσσα.

Αλλαγές όμως γίνονται και σε χρονικό επίπεδο. Η ελληνική γλώσσα για να φτάσει στη σημερινή της μορφή, πέρασε από αρκετά στάδια ομιλίας: αρχαΐζουσα, καθαρεύουσα και τέλος δημοτική.

 Κι αυτό συνέβη επειδή η γλώσσα ενός λαού πρέπει να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις και εξελίξεις της κοινωνίας, καθώς και στις αλλαγές της εκάστοτε εποχής. Οι γλώσσες έχουν την ικανότητα να υιοθετούν νέες δομές, νέες λέξεις ή εκφράσεις, προκειμένου να συμβαδίσουν με τα δρώμενα των καιρών και εποχών.

Τέλος η γλώσσα αλλάζει, όσον αφορά, στην μετατροπή των λέξεων. Πολλες γλώσσες μπορούν να μετατρέψουν π.χ. τα επίθετα σε επιρρήματα ή τα ουσιαστικά σε ρήματα και αντιστρόφως πχ. διδάσκω => διδάσκαλος.(16)

5.7.  Η γλώσσα είναι συστηματική

Κανένα γλωσσικό σύστημα δεν θεωρείται πρωτόγονο ή λιγότερο προηγμένο· καμιά γλώσσα δεν θεωρείται ότι στερείται αξίας σε σύγκριση με κάποια άλλη. Το ότι κάποιοι λαοί δεν έχουν αναπτυχθεί τεχνολογικά, σε σύγκριση με κάποιους άλλους, αυτό δεν σημαίνει ότι η γλώσσα τους υστερεί ή είναι υπεραπλουστευμένη. Απόδειξη είναι ότι λαοί όχι και τόσο αναπτυγμένοι τεχνολογικά, παρουσιάζουν γλωσσικά συστήματα περισσότερο περίπλοκα από αυτά των προηγμένων τεχνολογικά χωρών.

Όταν λέμε ότι μια γλώσσα είναι συστηματική, εννοούμε ότι είναι ταυτόχρονα αυθαίρετη και συμβατική.

Η γλώσσα είναι αυθαίρετη, γιατί στο νόημα των λέξεων δεν υπάρχει κάποια λογική ερμηνεία, δεν μπορούμε δηλαδή να βρούμε γιατί τον σκύλο τον λέμε σκύλο και όχι κάπως αλλιώς. Απλώς η λέξη σκύλος, αυθαίρετα μας κάνει να σκεφτούμε εκείνο το συμπαθές τετράποδο με την ουρά, του οποίου χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι το γάβγισμα.

Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος σε μιά γλώσσα: όλοι οι Έλληνες, δέχονται ότι αυτό το κόκκινο, στρογγυλό, χειμωνιάτικο φρούτο, με το κοτσάνι ονομάζεται "μήλο".

Κάθε λέξη δηλαδή, σημαίνει αυτό που σημαίνει, χωρίς κάποια συγκεκριμένη εξήγηση.

Όπως επίσης δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε και το γιατί σε μια γλώσσα η δομή της πρότασης έχει μια συγκεκριμένη μορφή (πχ. Υποκείμενο - Ρήμα -Κατηγόρημα), ενώ σε κάποια άλλη γλώσσα η δομή της σύνταξης διαφέρει κατά πολύ.

Δεν μπορούμε, τέλος, να πούμε ότι μια γλώσσα παρουσιάζει λάθη στις εκφράσεις και στην σύνταξή της, από την στιγμή που ο λαός που την μιλάει έχει συμφωνήσει αυθαίρετα να τον χειρίζεται κατά αυτό τον τρόπο.

Ταυτόχρονα, όμως, κάθε γλώσσα λειτουργεί με συμβατικούς κανόνες. Και με αυτό εννοούμε ότι οι άνθρωποι που την χρησιμοποιούν, εφαρμόζουν κάποιους συγκεκριμένους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες. Η συμβατικότητα οφείλεται στην ανάγκη κωδικοποίησης κάποιων εννοιών, ώστε να γίνονται κατανοητοί οι άνθρωποι, που χρησιμοποιούν την ίδια γλώσσα. Η σύνταξη, δηλαδή, που χρησιμοποιούμε λέγοντας μια πρόταση, δεν μπορεί να είναι αυθαίρετη, διαφορετικά, θα είναι λανθασμένη και αυθαίρετη.

Λέμε για παράδειγμα: "Μπήκε μέσα και κάθισε", πράγμα που δείχνει την καθαρή ροή των γεγονότων. Αν αντιστρέψουμε τις λέξεις και πούμε "Κάθισε και μπήκε μέσα", από την μια παρατηρούμε το άλογο της πρότασης και από την άλλη αλλάζει το νόημα, γιατί μπορούμε να σκεφτούμε ότι κάθισε στο αναπηρικό καροτσάκι και μετά μπήκε.(17)

5.8   Η γλώσσα είναι συμβολική

Οι λέξεις δεν έχουν καμιά κληρονομική, έμφυτη ή θεϊκή προέλευση και σημασία. Οι λέξεις αντιπροσωπεύουν ονομασίες. Το αντικείμενο π.χ. που ονομάζουμε βιβλίο, δεν λέγεται έτσι επειδή βιβλίο είναι κάτι με γραμμένες σελίδες που το διαβάζουμε, αλλά επειδή η πλειοψηφία των ομιλητών χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο. Στα γερμανικά λέγεται buch (μπουχ) , στα αγγλικά book (μπουκ) κτλ.

Αν πάρουμε το αλφάβητο, είναι φανερό, ότι τα 24 γραφήματα από μόνα τους, δεν αντιπροσωπεύουν τίποτα, δεν σημαίνουν κάτι. Αν όμως συνδυάσουμε κάποια από αυτά, τότε προκύπτει μια λέξη, π.χ. γάτα.

Το όνομα που δώσαμε στο ζώο αυτό δεν είναι πραγματικά το ιδιο. Απλώς η λέξη γάτα συμβολίζει το συγκεκριμένο ζώο που έχουμε στο μυαλό μας. (σημαινόμενον, δηλαδή η έννοια του κάθε αντικειμένου και σημαίνον, δηλαδή η αντίληψη και η εικόνα που έχουμε για το ίδιο το αντικείμενο.)

Υποθέτουμε τώρα ότι αλλάζουμε τη σειρά των γραφημάτων στη λέξη γάτα και δημιουργούμε τη λέξη "αγάτ". Η λέξη "αγάτ" στο ελληνικό λεξιλόγιο δεν σημαίνει κάτι γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει ανάλογη παραπομπή η οποία θα συμβόλιζε κάποιο αντικείμενο.

Αν όμως συμφωνούσαμε αυθαίρετα να πούμε ότι το "αγάτ" σημαίνει μικρός συνδετήρας, αυτό θα επικρατούσε στην καθομιλουμένη μόνο αν οι περισσότεροι Έλληνες το χρησιμοποιούσαν στο λεξιλόγιό τους για να συμβολίσουν την έννοια του μικρού συνδετήρα.

Κάτι ανάλογο, δηλώνεται στην αρχή του Whort, ο οποίος υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει καμιά σημασία για μια έννοια, καμιά κατανόηση της έννοιας, αν δεν υπάρχει λέξη, που να την ορίζει.

 Η δημιουργία λέξεων που ερμηνεύουν μια έννοια, επεκτείνει το λεξιλόγιο και μας δίνει την δυνατότητα  να αντιλαμβανόμαστε και να κατακτούμε καλύτερα την πραγματικότητα.(18)

5.9.  Η γλώσσα είναι κάθετη και οριζόντια

Κάθε γλωσσικό στοιχείο μιας γλώσσας λειτουργεί μέσα σ' ένα συγκεκριμένο σύστημα. Η λειτουργία αυτή επηρεάζεται κι έχει άμεση σχέση με τα υπόλοιπα στοιχεία του συστήματος, δεν μπορεί δηλαδή να θεωρηθεί αυτόνομο.

Η γλώσσα, λοιπόν, που χρησιμοποιούμε έχει δύο διαστάσεις, την οριζόντια και την κάθετη.

Όταν λέμε οριζόντια ή συνταγματική, εννοούμε τον χώρο σύνταξης στην ομιλία, η οποία είναι μια τοποθέτηση λέξεων στη σειρά, με σκοπό να δημιουργηθεί μια κατανοητή φράση.

Ένα γλωσσικό στοιχείο βρίσκεται σε συνταγματική  σχέση μ' όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που χρησιμοποιούμε για να φτιάξουμε μια πρόταση.

Π.χ: Έχουμε την πρόταση "τα άστρα λάμπουν". Το άρθρο "τα", έχει άμεση σχέση με τη λέξη "άστρα". Αν είχαμε τη λέξη "άστρο", έπρεπε να επιλέγαμε και διαφορετικό άρθρο, δηλαδή το "το". Παρόμοια συνταγματική σχέση έχει το ρήμα "λάμπουν", το οποίο είναι γ' πληθυντικό, με τη λέξη "άστρα", το οποίο είναι κι αυτό γ' πληθυντικό.

Η κάθετη ή παραδειγματική διάσταση της γλώσσας συνίσταται στο εξής: στο μυαλό μας έχουμε ένα είδος "αποθήκης". Από εκεί παίρνουμε όλα τα στοιχεία για να διαμορφώσουμε την ομιλία μας. Οι συνδυασμοί που μπορούν να υπάρξουν είναι χιλιάδες.

 Από απλές λέξεις, ως περίπλοκα γλωσσικά σχήματα, τα οποία προέρχονται από τις πρώτες μας συλλαβές, ως το γλωσσικό επίπεδο που έχουμε φτάσει την συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

 Η γλώσσα θεωρείται κάθετη μιας και οι άνθρωποι, έχουν τη δυνατότητα να συνδυάζουν τις λέξεις κι όχι να παπαγαλίζουν. Επιλέγουν δηλαδή τον σωστό γλωσσικό τύπο της λέξης, που θέλουν να χρησιμοποιήσουν.

Η κάθετη έννοια της γλώσσας, ακολουθεί ένα συγκεκριμένο και αυστηρό γραμματικό κανόνα, ώστε τα σύνολα που αποτελούν μια πρόταση, να είναι συνδυασμένα με καλή γραμματική σύνταξη, πχ. τα ρήματα με τις σωστές κλίσεις τους, τους σωστούς χρόνους, τα ουσιαστικά με τα κατάλληλα άρθρα κτλ.

Π.χ. στο προηγούμενο παράδειγμα, "τα άστρα λάμπουν", η λέξη "άστρα", μπορεί να αντικατασταθεί με τη λέξη "αστέρια", ή "έπιπλα" ή "τζάμια", χωρίς να επηρεαστεί η υπόλοιπη δομή της πρότασης. (19)

5.10.   Οι γλώσσες είναι δομημένες παρόμοια

Αυτό σημαίνει ότι οι γλώσσες συσχετίζονται με τρεις τρόπους: γενετικά, πολιτιστικά και τυπολογικά.

Όταν λέμε γενετικά, εννοούμε ότι υπάρχει κάποιος κοινός πρόγονος στην οικογενειακή σειρά, όπου χρησιμοποιείται η γλώσσα. Π.χ τα Αγγλικά συσχετίζονται γενετικά με τα Ολανδικά, μέσω του κοινού προγόνου τους, την Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα.

Η πολιτιστική σχέση συνίσταται στο ότι μια γλώσσα μιλιέται ίσως κάπως αλλαγμένη σε περισσότερα από ένα γεωγραφικά μέρη. (κάποιες δανεισμένες λέξεις).

   Για παράδειγμα τα Ρουμάνικα συσχετίζονται πολιτιστικά με τις άλλες Βαλκανικές γλώσσες και κυρίως με τα Σλάβικα.

Τυπολογικές ομοιότητες μπορούν να επισημανθούν σε όλα τα επίπεδα της γλώσσας: στον τρόπο δημιουργίας μιας λέξης στη διαμόρφωση μιας πρότασης, στους ήχους  που χρησιμοποιούνται κτλ. Τα Ρουμάνικα τυπολογικά σχετίζονται με όλες τις Λατινογενείς γλώσσες μέσω της κοινής καταγωγής τους, των Λατινικών.

Τελευταία το ενδιαφέρον για τις τυπολογικές ομοιότητες έχει μετατοπιστεί στην δομή της πρότασης, δηλαδή στην διαδοχή του υποκειμένου, του ρήματος και του αντικειμένου. Οι γλώσσες τυπολογικά κατηγοριοποιούνται ως εξής: Υποκείμενο - Ρήμα - Αντικείμενο ή Υποκείμενο - Αντικείμενο - Ρήμα ή Ρήμα - Υποκείμενο - Αντικείμενο.

Ας δούμε τα εξής  παραδείγματα:

1.  Ι took the book   (Υποκ.-Ρήμα-Αντικ, Αγγλικά)

2. Je t' aime            (Υποκ.-Αντικ.-Ρήμα, Γαλλικά)

3. Πάρε (εσύ) το βιβλίο (Ρήμα- Υποκ.- Αντικ.)(20)

5.11.  Κάθε γλώσσα είναι μοναδική

Ίσως θεωρηθεί παράδοξο το γεγονός ότι από τη μια άποψη υποστηρίζουμε ότι όλες οι γλώσσες έχουν κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ τους, ενώ ταυτόχρονα από την άλλη θεωρούμε ότι κάθε γλώσσα είναι μοναδική.

Εν τούτοις είναι μοναδική, όπως μοναδικός είναι και ο πολιτισμός, ο οποίος την ανέπτυξε.

Δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε και να εξετάσουμε μια γλώσσα, αν δεν την πλησιάσουμε σύμφωνα με τους δικούς της γραμματικούς, συντακτικούς και φωνητικούς όρους.

Για παράδειγμα δεν είναι σωστό να αναλύουμε την αγλλική γλώσσα, βασιζόμενοι στη Λατινική γραμματική, έχοντας υπ' όψιν μας την λανθασμένη υπόθεση ότι τα Αγγλικά είναι μια παραλλαγμένη και υποτιμημένη μορφή των Λατινικών.

Έτσι λοιπόν, όλες οι γλώσσες παρουσιάζουν μεταξύ τους κάποια κοινά χαρακτηριστικά, αλλά η κάθε μια τα παρουσιάζει με τον δικό της μοναδικό και συγκεκριμένο τρόπο.

Γιατί πολύ απλά, όλοι οι άνθρωποι τρώνε, όλοι περπατάνε, όλοι μιλάνε, αλλά ο καθένας το κάθε πράγμα το εκτελεί και το πράττει διαφορετικά.(21)

Επίλογος

 Φαίνεται απίθανο το γεγονός ότι όλες οι γλώσσες, οι χιλιάδες γλώσσες που μιλούνται σήμερα, και οι οποίες είναι ακατανόητες μεταξύ τους, παρουσιάζουν τόσα πολλά κοινά χαρακτηριστικά!
 Κι όμως τα χαρακτηριστικά αυτά δεν εμφανίστηκαν τώρα, παρουσιάστηκαν με την εμφάνιση της ομιλίας στους προγόνους μας.

 Και όλες αυτές οι ομοιότητες συνθέτουν το πορτρέτο της γλώσσας κάθε λαού, χωρίς να καταλύουν τη μοναδικότητά της και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της.

 Μοναδικότητα, η οποία χαρακτηρίζει την κάθε γλώσσα ξεχωριστά, αλλά ταυτόχρονα είναι το κυριότερο στοιχείο διαφοροποίησης του ανθρώπου από τα ζώα. Η μοναδικότητα του συνειδητού έναρθρου λόγου διακρίνει τον άνθρωπο και υποδηλώνει την ανώτερη νοημοσύνη του σε σύγκριση με τα υπόλοιπα όντα.

 Ο λόγος, τέλος, προφορικός ή γραπτός, είναι αυτός που βοηθάει τον άνθρωπο να υψωθεί πνευματικά, να ανακαλύψει την προσωπικότητά του και να απελευθερωθεί από τα πράγματα που τον καταπιέζουν.

 Ο λόγος συντελεί στην ανθρώπινη επικοινωνία και ωριμάζει τον άνθρωπο.Βιβλιογραφία

1.Boligner P., "Apsects of language" (2nd Edition) StarCourt Brace Jovanovich, Inc USA, 1975, σελ. 29-30
2.Hartland J. "Γλώσσα και σκέψη", (μετ. Κυριακή Συρμάλη), εκδ. Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 1994
3.Heatherington M.E.: "How language Works", Withrow Publishers, Icn USA, 1980
4.Πόρποδα Κ. "Γνωστική Ψυχολογία - Θέματα Ψυχολογίας της Γλώσσας / Λύση προβλημάτων", τόμ. 2ος, Αθήνα 1993
5.Φιλιππάκη - Warburton E.: "Εισαγωγή στη θεωρητική γλωσσολογία" Εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1992
6.Χαραλαμπάκη Χ. "Νεοελληνικός Λόγος", εκδ. Νεφέλη,Αθήνα 1992
Παραπομπές
1. Χαραλαμπάκη Χ. "Νεοελληνικός Λόγος", εκδ. Νεφέλη,Αθήνα 1992, σ. 23-24
2. Hartland J. "Γλώσσα και σκέψη", (μετ. Κυριακή Συρμάλη), εκδ. Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 1994, σελ.8
3. Χαραλαμπάκη Χ., όπ.παρ. σελ. 18
4. Χαραλαμπάκη Χ., όπ.παρ. σελ. 18
5. Χαραλαμπάκη Χ., όπ.παρ. σελ. 23
6. Hartland J. "Γλώσσα και σκέψη", (μετ. Κυριακή Συρμάλη), εκδ. Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 1994, σελ.11-12
7. Φιλιππάκη - Warburton E.: "Εισαγωγή στη θεωρητική γλωσσολογία" Εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1992, σελ 25-26
8. Φιλιππάκη - Warburton E.: όπ. παρ.  σελ 17-18
9. Φιλιππάκη - Warburton E.: όπ. παρ.  σελ 16-17
10. Πόρποδα Κ. "Γνωστική Ψυχολογία - Θέματα Ψυχολογίας της Γλώσσας / Λύση προβλημάτων", τόμ. 2ος, Αθήνα 1993, σελ. 171-173
11. Heatherington M.E.: "How language Works", Withrow Publishers, Icn USA, 1980, σελ. 24-25
12. Heatherington M.E.: όπ.παρ. σελ. 25
13. Boligner P., "Apsects of language" (2nd Edition) StarCourt Brace Jovanovich, Inc USA, 1975, σελ. 29-30
14. Boligner P., όπ.παρ σελ 15-16
15. όπ.παρ σελ 16
16. Heatherington M.E.: "How language Works", Withrow Publishers, Icn USA, 1980, σελ. 26-27
17. Heatherington M.E.: όπ.παρ. σελ. 25 και Boligner P., όπ.παρ σελ 15-16
18. Heatherington M.E.: όπ.παρ. σελ. 30-33
19. Boligner P., "Apsects of language" (2nd Edition) StarCourt Brace Jovanovich, Inc USA, 1975, σελ. 29-30 και Φιλιππάκη - Warburton E.: "Εισαγωγή στη θεωρητική γλωσσολογία" Εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1992, σελ 25-26
20. Boligner P., όπ.παρ σελ 15-16
21. Heatherington M.E.: "How language Works", Withrow Publishers, Icn USA, 1980, σελ. http://paroutsas.jmc.gr/glosso

Δεν υπάρχουν σχόλια: